- ἐξαρνητικός
- ἐξαρνητικόςapt at denyingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαρνητικός — ἐξαρνητικός, ή, όν (Α) [εξάρνησις] αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek